ίναι ίδιον της χαιρέκακης ανθρώπινης φύσης: αισθάνεσαι, επιτέλους, ένα ευχάριστο γαργάλημα στα πέριξ της καρδιάς (προσοχή: αν το αισθάνεσαι για πολλή ώρα, κάλεσε αμέσως τον γιατρό σου), λουλούδια ευχαρίστησης ανθίζουν στην ψυχή σου, οι όρχεις σου, πανευτυχείς, δίνουν την αίσθηση πως είναι ικανοί να τεκνοποιήσουν ένα ολόκληρο χωριό και αν χαμογελάσεις μισό κλικ πιο πλατιά, νομίζεις πως η άνω σιαγόνα και η κάτω δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ ξανά, ούτε στον χειλικό αιώνα τον άπαντα.
Δεν φταις εσύ- είναι, όπως είπαμε, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: όταν κάποιος είναι σούπερ επιτυχημένος για εκνευριστικά μεγάλο διάστημα και κάνει όλους τους υπόλοιπους να φαίνονται πιο αποτυχημένοι κι από εκείνη την εφεύρεση που σε βοηθούσε να πατήσεις ταυτόχρονα alt+ctrl+delete για να κάνεις restart τον υπολογιστή σου (κι όμως, έχει υπάρξει τέτοια συσκευή), μόλις κατακρημνιστεί από τον βασιλικό του θώκο και έρθει στο επίπεδο των κοινών θνητών, δεν μπορείς παρά να νιώσεις μια καλπάζουσα αγαλλίαση.
Και, όπως ξέρουν και οι πλέον αδαείς με την Φόρμουλα 1 πέτρες, ο Λιούις Χάμιλτον έχει κυριαρχήσει στο σπορ επί μακρόν.
Τα 7 παγκόσμια πρωταθλήματα, οι 103 νίκες, οι 103 pole positions, τα 183 βάθρα (όλα τους, φυσικά, ρεκόρ), μα πάνω απ’ όλα αυτή η δικτατορική, θαρρείς, κυριαρχία επί μια 8ετία, «γέννησαν» απειράριθμους φαν και, αναπόφευκτα, και απειράριθμους πολέμιους.
Ο Βρετανός έφτασε πέρυσι μια ανάσα από το 8ο στέμμα, με τα όσα έγιναν στο ακροτελεύτιο grand prix του 2021 να μνημονεύονται ακόμα και το κοινό να διχάζεται αναφορικά με το αν «έκλεψαν» τον τίτλο οι αγωνοδίκες από τον Άγγλο ή όχι.
Στον απόηχο εκείνου του αγώνα η Μερσέντες φρόντισε να σαλπίσει λεκτική αντεπίθεση γεμάτη οίηση: «Του χρόνου όλοι είναι στο στόχαστρο», είπε μετά ανεξέλεγκτης παρρησίας ο Τότο Βολφ, την στιγμή που ο ίδιος ο Χάμιλτον διατράνωνε πως «Αν νομίζετε πως το 2021 έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου, τότε περιμένετε να με δείτε το 2022».
Η τετράτροχη αυτή φιλαυτία, ωστόσο, γύρισε μπούμερανγκ και χτύπησε τα Ασημένια Βέλη μ’ εκκωφαντικό τρόπο στα μούτρα: η Μερσέντες του 2022 δε θυμίζει σε τίποτα την κυρίαρχη ομάδα των προηγούμενων ετών, καθώς όχι απλά δε μάχεται για τις νίκες και τα παγκόσμια πρωταθλήματα, αλλά για να δει τις Φεράρι και τις Ρεντ Μπουλ χρειάζεται τηλεσκόπιο από αυτά που χρησιμοποιούν στα αστεροσκοπεία.
Το να πει κανείς πως η άλλοτε κραταιά γερμανική ομάδα είναι αυτή την στιγμή το 4ο (έπειτα και από την εμφανή άνοδο της ΜακΛάρεν) σε δυναμική μονοθέσιο του γκριντ, που μετά βίας μπορεί να… κάνει καλά τις Άλφα Ρομέο ή τις Χάας ή ακόμα και τις Άλφα Τάουρι δεν αποτελεί προϊόν ατόφιας κακίας, αλλά μάλλον ρεαλιστική προσέγγιση.
Κι εδώ παρεισφρέει η ανθρώπινη φύση: μια μεγάλη μερίδα του κοινού «ξεσπαθώνει» εναντίον του Χάμιλτον, θεωρώντας πως ο Billion Dollar Man αποτελεί οδηγική απάτη και ότι ο οποιοσδήποτε άλλος στον κόσμο (διάολε, ακόμα και ένας καλά εκπαιδευμένος πίθηκος, σαν αυτούς που βλέπουμε φερ’ ειπείν στο “Planet of the Apes”) θα μπορούσε να διαλύσει σύμπαντα τα ρεκόρ της F1 και να πάρει 7 πρωταθλήματα αν είχε τον πύραυλο της Μερσέντες.
Παιδιά, δεν είναι έτσι ακόμα κι αν έτσι νομίζετε. Κι αν εμάς δε μας έχετε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, δείτε τι λέει και ο Λουίτζι Πιραντέλλο που είναι ο πατέρας του (παραλλαγμένου) αποφθέγματος:
Ο Χάμιλτον προφανέστατα και είναι ένας από τους κορυφαίους πιλότους όλων των εποχών. Για μερικούς είναι το 1, για άλλους το 2 ή το 3- όπως και να ’χει, είναι αδύνατο να τον κατατάξεις εκτός top-5.
Το επιχείρημα πως είχε το καλύτερο μονοθέσιο και γι’ αυτό κυριαρχούσε είναι θνησιγενές από την στιγμή που ελευθερώνεται από τα χείλη κάποιου: όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες (ΜακΛάρεν στα late 80s και των αρχών των 90s, Ουίλιαμς στα 90s, Φεράρι στα early ’00s για ν’ αναφέρουμε μερικές) είχαν ξεκάθαρα το κορυφαίο μονοθέσιο στην πίστα.
Κανένα από τα ιερά, και κοινώς αποδεκτά, τέρατα του παρελθόντος- είτε αυτός λέγεται Σένα είτε Σουμάχερ είτε Φάντζιο- δεν πήρε πρωτάθλημα οδηγώντας μια Μινάρντι ή μια HRT ή μια Τάιρελ. Κανένας τους.
Πέραν τούτου, ο Χάμιλτον έχει να επιδείξει εκτυφλωτικά κατορθώματα πολύ πριν πάει στην κυρίαρχη Μερσέντες: στην rookie χρονιά του (2007) έχασε για 1 βαθμό το πρωτάθλημα και στην εσωτερική μονομαχία της ΜακΛάρεν επικράτησε (έστω και στην ισοβαθμία) του ανυπέρβλητου, και προερχόμενου από δύο σερί πρωταθλήματα, Αλόνσο και την επόμενη, μόλις στη δεύτερη σεζόν του, κατέκτησε τον τίτλο.
Πέραν τούτου, για να πάμε και στα της Μερσέντες, οδήγησε στην σύνταξη τον Νίκο Ρόσμπεργκ, ο οποίος κατέκτησε το πρωτάθλημα του 2016 όντας team-mate του Λιούις και στην συνέχεια αποσύρθηκε, αναφέροντας ορθά-κοφτά πως το ότι επικράτησε του Χάμιλτον ήταν ένα θαύμα που δε γίνεται να επαναληφθεί (καρδιά χιλίων στρουθοκαμήλων ο Γερμανός…).
Ξέρουμε τι θα πείτε: «Τότε γιατί ο δήθεν GOAT τρώει τόσο «ξύλο» φέτος; Και γιατί ο Ράσελ στους πρώτους 4 αγώνες είναι ξεκάθαρα μπροστά του;».
Με τη σειρά: ένα από τα βασικά προβλήματα της φετινής Μερσέντες είναι πως στο βωμό μιας καινοφανούς, μα εν τέλει ημιτελούς, ανατροπής το 2021, σπατάλησε πόρους, ενέργεια και όλη της την συγκέντρωση, «ξεχνώντας» να εξελίξει όσο ήθελε και όσο έπρεπε το μονοθέσιο του 2022.
Αυτό γίνεται αντιληπτό από την νο1 αγωνιστική της τροχοπέδη, το ζήτημα εκείνο που της κάνει την μηχανοκίνητη ζωή αδιανόητα δύσκολη: το διαβόητο “porpoising”. Οι βίαιες αναπηδήσεις, δηλαδή, του μονοθέσιου όταν κινείται με ταχύτητα, που δίνουν την αίσθηση πως στο κόκπιτ δεν βρίσκεται ο Χάμιλτον αλλά ο SNIK, που δοκιμάζει τις πειραγμένες αναρτήσεις του αυτοκινήτου του στο νέο του βίντεο-κλιπ.
Το συγκεκριμένο πρόβλημα το αντιμετωπίζουν όλες οι ομάδες φέτος, όμως στην Μερσέντες είναι πραγματικά ανυπόφορο. «Οι αναπηδήσεις κυριολεκτικά σου κόβουν την ανάσα. Στην Ίμολα το φαινόμενο ήταν ακραίο. Πραγματικά ελπίζω να βρούμε μία λύση και ελπίζω το ίδιο να συμβεί και με άλλες ομάδες που έχουν αυτό το πρόβλημα, διότι δεν είναι βιώσιμο για τους οδηγούς να συνεχίσουν σε αυτό το επίπεδο. Αυτό είναι το πρώτο αγωνιστικό τριήμερο που είχα πόνους στην πλάτη. Από το έντονο porpoising είχα επίσης πόνους στο στήθος, αλλά για να κάνεις έναν καλό χρόνο πρέπει να το υποστείς», δήλωσε ο Τζορτζ Ράσελ αμέσως μετά το εκπληκτικό για τον ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, grand prix επί ιταλικού εδάφους.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως αν ένα «πιτσιρίκι» όπως ο Ράσελ αντιμετωπίζει ανυπόφορους πόνους, πόσο πιο έντονο θα είναι αυτό σε έναν πιλότο 37 ετών με 300 σχεδόν grand prix στην πλάτη του.
Πέραν τούτου, οι 8 σερί χρονιές πρωταθλήτρια κατασκευαστών αντιμετωπίζει φοβερά ζητήματα με την απόδοση του κινητήρα της, ο οποίος θυμίζει παίκτη του Άγγελου Αναστασιάδη από εκείνους που εννοούσε όταν έλεγε «Δεν μπορούν τα παλικάρια». Το πόσο αδύναμος είναι εν συγκρίσει με αυτόν της Φεράρι ή της Ρεντ Μπουλ φαίνεται και από το πώς αποδίδει και στα άλλα μονοθέσια που τον «φοράνε».
Το εύκολο ερώτημα που ανακύπτει, βέβαια, είναι το εξής: δεκτά ολ’ αυτά, όμως πώς γίνεται ο Ράσελ να τον έχει κάνει του αλατιού; Πράγματι, το θεωρητικά νο2 της ομάδας έχει μαζέψει 49 βαθμούς, την στιγμή που ο Λιούις έχει μόλις 28.
Εδώ, νομίζουμε, η εξήγηση είναι περισσότερο ψυχολογικής υφής: ο Ράσελ είναι ένας νεαρός πιλότος, στην πρώτη του χρονιά σε μια τεράστια ομάδα και πρέπει ν’ αποδείξει πράγματα προκειμένου ο κολοσσός που ονομάζεται «Μερσέντες» να επενδύσει επάνω του στο απώτερο μέλλον.
Επομένως, ο ενθουσιασμός του κινείται μονίμως στις παρυφές του ζωογόνου κόκκινου και για τον ίδιο το να κερδίσει έστω κι έναν εξτρά βαθμό (δεν είχε πάρει, άλλωστε, και τόσους πολλούς τα περασμένα χρόνια στην Ουίλιαμς…) αποτελεί θέμα αγωνιστικής ζωής και βαθμολογικού θανάτου. Το να πάει από 11ος-9ος, ας πούμε, είναι ένας προσωπικός άθλος.
Στον αντίποδα, ο Χάμιλτον των 7 τίτλων, των 103 νικών και των 16 σεζόν εμπειρίας, δεν μπορεί να είναι εξίσου ενθουσιώδης όταν καλείται να παλέψει για την 13η θέση, όπως χθες στην Ίμολα. Ούτε πρόκειται να «ματώσει» για να πάρει δυο βαθμούς- γι’ αυτόν δύο βαθμοί είναι ίσοι με μηδέν.
Σύμφωνοι: είναι επαγγελματίας πιλότος και θα έπρεπε να τα δίνει όλα ακόμα και για μισό βαθμό, όμως η αντίδρασή του είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη. Έχει γίνει τόσο πολύ δεύτερο πετσί του οι νίκες, οι pole positions και η μάχη για τους τίτλους (ή το να κάνει περίπατο για να τους πάρει, δεκτό…), που το P10 ή το P9 ή το P8 του είναι παντελώς αδιάφορα.
Και για να μη νομίζετε πως αυτό συνέβη μόνο στον Βρετανό, θυμηθείτε πόσο υπεραδιάφορος ήταν από ένα σημείο και μετά με την άθλια Φεράρι ο Φέτελ πριν πάει στην Άστον Μάρτιν ή ο Αλόνσο στην τελευταία του χρονιά με την ΜακΛάρεν πριν κάνει το διετές διάλειμμα. Όλοι οι πρωταθλητές το έχουν πάθει και θα το πάθουν και οι μελλοντικοί. Είναι η απόδειξη πως παρά το πηγαίο ταλέντο τους που τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν εξωγήινα πράγματα, κατά βάθος παραμένουν άνθρωποι.
Επομένως, όχι: ο Χάμιλτον δεν είναι υπερεκτιμημένος ούτε είναι «πουθενάς», όπως τον χαρακτηρίζουν μ’ ένθεη μανία οι επικριτές του φέτος. Δεν μπορεί ο πιλότος που πέρυσι έκανε ένα ασύλληπτο φίνις στην χρονιά (δείτε, αν έχετε χρόνο για σκότωμα, ένα προς ένα όλα του τα grand prix από την Βραζιλία και μετά) και λίγο έλειψε να πάρει ένα εκτός λογικής 8ο πρωτάθλημα, μέσα σε ένα σκάρτο τετράμηνο να ξέχασε να οδηγεί.
Την ευθύνη για την αποκαρδιωτική του πορεία μέχρι τώρα στο 2022 τη φέρει αποκλειστικά η Μερσέντες. Αν ίσχυε κάτι άλλο, δε θα του ζητούσε σχεδόν… γονυπετής συγγνώμη ο (καισαρικός) Τότο Βολφ στην ενδοεπικοινωνία μετά την Ίμολα, λέγοντάς του «Σου ζητώ συγγνώμη, το μονοθέσιο που είχες σήμερα απλά δεν μπορούσε να οδηγηθεί. Σου υπόσχομαι ότι θα το διορθώσουμε». Μην ξεχνάμε πως αυτά τα team-radio τα ακούν οι πάντες. αν δεν ήταν πράγματι ένα κάκιστο μονοθέσιο η φετινή Μερσέντες, ο Τότο δε θα την διέσυρε δημοσίως. Γι’ αυτό…
Γι’ αυτό καταπνίξτε την συμφυή επιθυμία του ευγενούς κραξίματος ενός εκ των κορυφαίων πιλότων όλων των εποχών. Ο Χάμιλτον του 2022 δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτός του 2021, όμως μη βιαστείτε να τον ρίξετε στην πυρά.
Η ικανότητα είναι ακόμα εδώ.
Η καρδιά του πρωταθλητή είναι ακόμα εδώ.
Η φλόγα δεν έχει σβήσει.
Τίποτα δεν έχει τελειώσει, πριν τελειώσει πραγματικά.